-
1 Κρόνος
Κρόνος (only in gen. Κρόνου.) father of Zeus. Κρόνου παῖδ Zeus O. 1.10 παρὰ Κρόνου τύρσιν in the islands of the blessed O. 2.70 Κρόνου παῖ Zeus O. 4.8 Κρόνου σὺν παιδὶ Zeus O. 7.67 πὰρ Κρόνου λόφῳ (v. Κρόνιος b.) O. 8.171καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο O. 10.50
ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera P. 2.39 Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου Cheiron P. 3.4 καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον the gods P. 3.94ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας N. 5.7
παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25
Κρόνου σεισίχθον' υἱὸν Poseidon I. 1.52 εὐρύοπα Κρόνου παῖς Zeus Πα.. 13. Κρόνου παῖ[δες] the gods Pae. 8.72 -
2 εὐρυμέδων
1 widely rulingεὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου (sc. Χίρωνα) P. 3.4 -
3 φήρ
1 centaur ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (at the marriage of Peirithoos and Hippodameia) fr. 166. 1. esp., Cheiron,Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου φῆρ' ἀγρότερον νόον ἔχοντ ἀνδρῶν φίλον P. 3.4
“ φὴρ θεῖος” P. 4.119 -
4 Χίρων
Χῑρων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα: Χείρ- codd., corr. Schr.: sed v. West ad Theog., 1001) a centaur (v. φήρ), son of Kronos and Philyra (cf. P. 2.44ff.), married to Chariklo; teacher of Jason, Achilles, Asklepios, dwelling in a cave on Mt. Pelion in Thessaly.1ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν ζώειν τὸν ἀποιχόμενον, Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου P. 3.1
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” (Jason speaks) P. 4.102 Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν (sc. Ἰάσονα) P. 4.115αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29
βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει, καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.53
φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς (i. e. Πηλεῖ),ἄλαλκε δὲ Χίρων N. 4.60
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί fr. 177c.
См. также в других словарях:
ουρανίδης — οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α) 1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.) 2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ οὐρανίδας τοὺς θ ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.) 3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού… … Dictionary of Greek